- συνδικάτα
- Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση των σ. αναπτύσσεται, ουσιαστικά, διά των συλλογικών συμβάσεων (η ισχύς των οποίων εκτείνεται σε πολλούς εργαζόμενους), με άσκηση επιρροής επάνω στις πολιτικές οργανώσεις, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών των εργαζόμενων ή και με άμεση ανάμειξη σε δραστηριότητες εκπαιδευτικής ή αλληλοβοηθητικής φύσης. Στις χώρες όπου επικρατεί η σοσιαλιστική οικονομία τα σ. αναπτύσσουν λιγότερο αποφασιστική δράση στον τομέα των συμβάσεων, αλλά αντίθετα είναι προικισμένα με περισσότερα δικαιώματα στον τομέα της διαχείρισης κοινωνικών έργων (στέγαση, ιδρύματα αναψυχής και πρόνοιας κλπ.). Ο όρος συνδικάτο είναι γαλλικής καταγωγής (syndicat)- αρχικά δήλωνε τον εργάτη που υπόκεινταν στην πειθαρχία εκλεγμένων διευθυντών (syndics) και μετά το σωματείο των εργαζόμενων. Ο αντίστοιχος αγγλικός όρος είναι Trade Union και ο γερμανικός Gewerkschaft· στις ΗΠΑ χρησιμοποιείται απλώς ο όρος Union.
Τα πρώτα σ. γεννήθηκαν στη Μ. Βρετανία, μερικές φορές στα πλαίσια της εξέλιξης των αλληλοβοηθητικών σωματείων, τις περισσότερες φορές με την ευκαιρία επαγγελματικών αγώνων. Σε όλον τον 18o αι. τα σ., αποτελούμενα από εργάτες υψηλής εξειδίκευσης (σελοποιοί, τυπογράφοι, ράφτες κλπ.), δεν είχαν μεγάλη διάρκεια και διαδραμάτιζαν αβέβαιο ρόλο στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Το 1799 και το 1800 εκδόθηκαν οι Combinations Acts που κήρυσσαν παράνομες όλες τις οργανώσεις, που είχαν σκοπό την υιοθέτηση συλλογικών διαπραγματεύσεων επί των όρων εργασίας. Μετά την κατάργηση των νόμων αυτών (1824) τα σ. ενισχύθηκαν και μάλιστα προσπάθησαν να ενωθούν ομοσπονδιακά σε ενιαίο εθνικό σωματείο (Grand National Consolitated Trades Union, 1833). Αλλά οι απόπειρες δεν καρποφόρησαν και το ασφαλέστερο αποτέλεσμα αυτής της περιόδου ήταν η σταθεροποίηση ορισμένων σ. οργανωμένων κατά επαγγέλματα, στους κόλπους των ειδικευμένων εργατών, σωματείων που υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Κατά το δεύτερο μισό του αιώνα επιβεβαιώθηκε ο new unionism (νέος συνδικαλισμός), με τη γέννηση μερικών μεγάλων σ., που αποτελέστηκαν από τη συγχώνευση περισσότερων συγγενών επαγγελματικών σ., τα οποία άρχισαν να οργανώνουν επίσης τους λιγότερο ειδικευμένους εργαζόμενους: πρώτη και σημαντικότερη από όλα η Amalgamated Society of Engineers (1851). Με την καθοδήγηση της λεγόμενης «junta», που συγκέντρωνε τους πιο ικανούς συνδικαλιστικούς ηγέτες (Ουίλιαμ Άλαν, Τζορτζ Όντγκερ, Ντάνιελ Γκάιλ κ.ά.), η δύναμη των σ. μεγάλωσε. Με τους νόμους του 1871 και του 1876, απόχτησαν ευρύτερα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα εγκατάστασης απεργιακών φρουρών. Το 1868 ιδρύθηκε το Trade Union Congress, μόνιμο σωματείο που περιλάμβανε την πλειοψηφία των αγγλικών σ. και που οπωσδήποτε δεν απόχτησε ποτέ τη σημασία των συνομοσπονδιών άλλων χωρών. Από το 1890 έως το 1914 ο βρετανικός συνδικαλισμός πολλαπλασίασε τον αριθμό των μελών του από 1.500.000 σε περισσότερο από 4.000.000, διατηρώντας πάντοτε τον χαρακτήρα του ως συνδικαλιστικού κινήματος θεμελιωμένου σε αυστηρά κριτήρια διάκρισης κατά κατηγορίες, αρκετά αποτελεσματικού από τεχνικής άποψης, σε σύνδεσμο με το Εργατικό κόμμα, αλλά ξένου προς κάθε άμεση πολιτική δράση.
Στις άλλες χώρες, με εξαίρεση τις ΗΠΑ και λίγες άλλες, ο συνδικαλισμός ακολούθησε άλλους δρόμους. Στη Γαλλία τα σ. αναπτύχθηκαν μετά το 1830, παρά την ύπαρξη του νόμου Le Chapelier (1791), ανάλογου προς τα Combinations Acts. Οι Προυντόν, Μπλαν, Μπλανκί, Μαρξ, Σορέλ υπήρξαν οι πολιτικοί και οι θεωρητικοί που διαδοχικά επηρέασαν το εργατικό και το συνδικαλιστικό κίνημα. Ο γαλλικός συνδικαλισμός δύσκολα διακρίνεται από το πολιτικό κίνημα έως το τέλος περίπου του 19ου αι., εποχή κατά την οποία σχηματίστηκαν μόνιμα σ. και, παράλληλα, κατ’ ακολουθία της κατάργησης του νόμου Le Chapelier (1884), αναπτύχθηκαν τα Χρηματιστήρια Εργασίας (Bourses du Travail), που αρχικά χρησίμευαν ως γραφεία συγκέντρωσης και πολύ σύντομα έγιναν όργανα αγώνα. Το 1886 συνήλθε το πρώτο εθνικό συνέδριο των κλαδικών σωματείων, το 1892 ιδρύθηκε η Ομοσπονδία των Χρηματιστηρίων Εργασίας και το 1895 οι δύο οργανώσεις συγχωνεύτηκαν δημιουργώντας λίγο αργότερα την Confédération Général du Travail. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, που χαρακτηρίζονταν από σκληρούς αγώνες με πολυάριθμους νεκρούς, η επίδραση του επαναστατικού συνδικαλισμού με επικεφαλής τον Φερνάν Πελουτιέ, οι ιδέες του οποίου θριάμβευσαν στη Charte d’ Amiens (1906), υπήρξε πολύ μεγάλη. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός διεκδικούσε την ανεξαρτησία από τα πολιτικά κόμματα, δεχόταν ως αποστολή των σ. την πραγμάτωση του σοσιαλισμού και εκθείαζε τη γενική απεργία ως πολιτικό μέσο δράσης.
Στην Ιταλία το πρώτο σ. ιδρύθηκε το 1849 από τους τυπογράφους και από τους ίδιους σχηματίστηκε, το 1872, η πρώτη κλαδική ομοσπονδία. Από το 1891 άρχισαν να ιδρύονται, κατ’ απομίμηση των γαλλικών, Χρηματιστήρια Εργασίας. Από τότε, παρά τους νομοθετικούς περιορισμούς οι εργατικές ενώσεις πολλαπλασιάστηκαν, και λίγο μετά τη γενική απεργία του 1904 –που κηρύχτηκε με αφορμή τον φόνο εργατών– ιδρύθηκε (1906) η Γενική Συνομοσπονδία της Εργασίας (CCL), όργανο των ρεφορμιστών, ενώ τα επαναστατικά στοιχεία ίδρυαν την Unione Syndacale Italiana και οι καθολικοί συνιστούσαν δικά τους ανεξάρτητα σωματεία. Ο γερμανικός συνδικαλισμός αναπτύχθηκε κάτω από την επίδραση της σοσιαλιστικης σκέψης, αρχικά του Λασαλ κατόπιν του Μαρξ, και απόχτησε πραγματική σημασία μετά την κατάργηση των αντισοσιαλιστικών νόμων του Βίσμαρκ (1890). Εκτός από τις Freie Gewerkschaften (ελεύθερα σ.), μαρξιστικής έμπνευσης και κατά πολύ ισχυρότερα από όλα τα άλλα σ., υπήρχε και οργάνωση συνδεμένη με το καθολικό κόμμα, καθώς και μια μικρότερη με την αιγίδα των φιλελευθέρων. Τα σωματεία ήταν όλα πολύ συγκεντρωτικά και επαναλάμβαναν το γαλλικό οργανωτικό σχήμα. Στο μεταξύ το συνδικαλιστικό κίνημα είχε επεκταθεί και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και είχαν ιδρυθεί παντού εθνικές συνομοσπονδίες: σε μερικές χώρες (Σουηδία και άλλα σκανδιναβικά κράτη) επικρατούσε η ιδεολογία των trade unions, σε άλλες είχε εισαχθεί το γερμανικό πρότυπο (όπως στην Ολλανδία, όπου τα σ. έχουν στενούς δεσμούς με τα πολιτικά κόμμα τα), αλλού δέχονταν την επίδραση του γαλλικού επαναστατικού συνδικαλισμού (Ισπανία). Σε πολλές τέλος χώρες είχε εμφανιστεί ο χριστιανικός συνδικαλισμός, που αναπτύχθηκε, αν και μερικώς μόνο, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στη Γαλλία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία κλπ.
Στις ΗΠΑ, μετά τη χρεωκοπία του μαζικού συνδικαλισμού που επιχείρησαν οι Knights of Labor (Ιππότες της Εργασίας), επαναλήφθηκε η βρετανική εμπειρία των επαγγελματικών σ. των υψηλής εξειδίκευσης εργαζόμενων και το 1886. με την καθοδήγηση του Σάμουελ Γκόμπερς ιδρύθηκε η American Federation of Labor, που εμπνεόταν από τις αρχές αυτές και άφηνε ευρεία αυτονομία στα σ. που την αποτελούσαν. Ακόμα κατά το 1900 τα μέλη της Συνομοσπονδίας και των αυτόνομων σ. μόλις ξεπερνούσαν τις 790.000 και κατά το 1914 έφταναν τα 2.600.000 περίπου, αριθμό μάλλον χαμηλό για χώρα με το υψηλότερο ποσοστό μισθωτών.
Ο ελληνικός συνδικαλισμός άρχισε να αναπτύσσεται κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. Το πρώτο ελληνικό σ. ιδρύθηκε στη Σύρο το 1879, με τον τίτλο «Αδελφικός σύλλογος ξυλουργών του ναυπηγείου Σύρου» και λίγο μετά, το 1882, ιδρύθηκε στην Αθήνα ο «Εργατικός σύνδεσμος των τυπογράφων». Επακολούθησε η ίδρυση και άλλων σ., όμως, έως το 1910 περίπου, πολλά από τα σ. είχαν ακόμα συντεχνιακό χαρακτήρα. Το 1910 ιδρύθηκε το Εργατικό Κέντρο Αθηνών, τον επόμενο χρόνο η Πανελλήνια Εργατική Ομοσπονδία, το Εργατικό Κέντρο Πειραιώς κ.ά. Οπωσδήποτε το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα ήταν ακόμα περιορισμένης σημασίας, λόγω και του μικρού σχετικά αριθμού των μισθωτών και της μεγάλης διασποράς τους σε πολυάριθμες μικρές επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις. Έως το 1917 δεν υπήρχαν στην Ελλάδα περισσότερα από διακόσια σ. Τον επόμενο όμως χρόνο, προφανώς κάτω από την επίδραση πολιτικοοικονομικών, εσωτερικών και διεθνών, εξελίξεων, ο αριθμός τους ανέβηκε σε 320 με 100.000 μέλη. Τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις κατοπινές εξελίξεις του εργατικού κινήματος, στα πλαίσια και με την επίδραση γενικότερων ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής.
Μετά το τέλος του A’ Παγκόσμιου πόλεμου το παγκόσμιο συνδικαλιστικό κίνημα σημείωσε αξιοσημείωτες μεταβολές και ανακατατάξεις. Στη Μ. Βρετανία είχε αναπτυχθεί το κίνημα των shopstewards (συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι της βάσης που προώθησαν τη διεκδίκηση του εργατικού έλεγχου), στους κόλπους των οποίων η παρουσία των κομμουνιστών ήταν ισχυρή. Στη Γαλλία η Συνομοσπονδία διασπάστηκε το 1921, και σε άλλες χώρες είχαν εμφανιστεί λιγότερο ή περισσότερο ισχυρά ρεύματα κομμουνιστικής έμπνευσης. Κατά την περίοδο του μεσοπόλεμου τα σ. υπήρξαν ασθενή και πολλές φορές διασπασμένα μπρος στις φασιστικές επιθέσεις. Έτσι, στην Ιταλία, εκτός από την CGL, οι καθολικοί είχαν τον έλεγχο πολυάριθμων δικών τους σ. Στις χώρες όπου ο φασισμός επικράτησε σχηματίστηκαν σ. προσδεμένα στην κυβέρνηση (όπως το Μέτωπο της Εργασίας στη Γερμανία και οι φασιστικές συντεχνίες στην Ιταλία, όπου το δικαίωμα της απεργίας παραμερίστηκε από το 1926) και εξαφανίστηκε κάθε ίχνος συνδικαλιστικής αυτονομίας. Αξιοσημείωτο γεγονός στο συνδικαλιστικό τομέα υπήρξε η εμφάνιση του συνδικαλισμού μεταξύ των μη ειδικευμένων εργατών των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης του 1929, έγινε εντονότερη η αξίωση του σχηματισμού σ. που θα ένωναν όλους τους εργαζόμενους του ίδιου βιομηχανικού κλάδου και ιδρύθηκε Επιτροπή για τη Βιομηχανική Οργάνωση που προκάλεσε τη γέννηση, το 1938, του Congress of Industrial Organization, με επικεφαλής τον Τζον Λιούις. Μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο το κίνημα έλαβε νέα ώθηση. Σε μερικές χώρες (Μ. Βρετανία, Γερμανία κλπ.), η κομμουνιστική επιρροή εξασθένησε, ενώ σε άλλες (Γαλλία, Ιταλία) δυνάμωσε. Στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες γενικά τα σ. πολλαπλασίασαν τη δραστηριότητά τους στον τομέα της οικονομικής πολιτικής. Σημαντικό γεγονός της μεταπολεμικής περιόδου ήταν επίσης η εμφάνιση του συνδικαλισμού στις υπανάπτυκτες χώρες.
Από νομική και συνταγματική άποψη, το συνδικαλιστικό κίνημα έδωσε λαβή σε πολυάριθμες νομοθετικές ρυθμίσεις και σε έντονες συζητήσεις και σχόλια. Τα παλιότερα Συντάγματα περιορίζονταν στη διακήρυξη γενικά του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι (βλ. λ. σωματείο), χωρίς ειδική μνεία της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Αργότερα αναγνωρίζεται ιδιαίτερο δικαίωμα συνδικαλιστικής δράσης (Μεξικό, 1917, Γερμανικό Σύνταγμα της Βαϊμάρης, 1919, μεταπολεμικά Συντάγματα της Ιταλίας και Γερμανίας, Συντάγματα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των πρώην Λαϊκών Δημοκρατιών, Γαλλικό Σύνταγμα του 1946 κ.ά) και η αναγνώριση αυτή επικυρώθηκε και από διεθνή νομικά κείμενα, όπως η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρ. 201), η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης (άρθρ. 11). Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί στον τομέα της συνδικαλιστικής ελευθερίας η συμβολή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, που και πριν από τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά κυρίως μετά τη Διακήρυξη της Φιλαδέλφειας (1944 κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 399/1947) πρωτοστάτησε στην επεξεργασία και εφαρμογή διεθνών κανόνων προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης. Το περιεχόμενο του συνδικαλιστικού δικαιώματος είναι ευρύ. Περιλαμβάνει τόσο την προστασία της συλλογικής δράσης των εργαζόμενων κατά της κρατικής ή της εργοδοτικής εξουσίας, όσο και την προστασία των ατόμων ως φορέων επαγγελματικών συμφερόντων και επιδιώξεων, κατά ενδεχόμενων καταπιεστικών μέτρων των εργοδοτών, καθώς και των ίδιων των σ. Το κύριο, πάντως, περιεχόμενο του δικαιώματος είναι η ελευθερία συμμετοχής των εργαζόμενων σε σ. Οι διατάξεις της Οικουμενικής Διακήρυξης και της Σύμβασης της Ρώμης διακηρύσσουν ρητά αυτή και μόνο τη συνδικαλιστική ελευθερία. Ανάλογος υπήρξε εξάλλου και ο προσανατολισμός της ελληνικής νομοθεσίας από τον ν. 281/1914 περί σωματείων και εφεξής. Κατά την ελληνική εκείνη νομοθεσία κηρύσσεται άκυρη κάθε ρήτρα στη σύμβαση εργασίας που απαγορεύει στο μισθωτό να συμμετέχει σε σ., ενώ απαγορεύεται ρητά προσφυγή σε ομαδικές απολύσεις εργαζόμενων ή σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας συνδικαλιστικών στελεχών και εκπρόσωπων (π.χ. ν. 1803/1951), για να εμποδιστεί η συμμετοχή εργαζομένων σε σωματείο. Οπωσδήποτε θα μπορούσε να γίνει δεκτό, ότι όπου δεν υπάρχει ρητή σχετική διάταξη νόμου το υπό την ευρεία έννοια συνδικαλιστικό δικαίωμα καλύπτεται από τις προστατευτικές διατάξεις της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου. Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι η προστασία του συνδικαλιστικού δικαιώματος συμπεριέλαβε και τους δημόσιους υπαλλήλους. Έτσι, στην Ελλάδα, παρά την έλλειψη ρητών διατάξεων στα Συντάγματα 1864/1911, είχε γίνει δεκτό ότι τα επαγγελματικά σ. των δημόσιων υπάλληλων προστατεύονται από τις διατάξεις περί συνδικαλιστικής ελευθερίας. Ο ν. 2151/1920 αναγνώρισε το δικαίωμα αυτό, αλλά έθεσε τον περιορισμό ότι τα σ. των δημόσιων υπάλληλων δεν μπορούν να σχηματίζουν ενώσεις με μη δημοσιοϋπαλληλικά σ., μπορούν όμως να ενωθούν σε ομοσπονδίες ή σε συνομοσπονδίες. Ένας άλλος περιορισμός του δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλισμού προέρχεται από την απαγόρευση της απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων σε μεταγενέστερα συνταγματικά και νομοθετικά κείμενα.
Διεθνείς οργανώσεις. Από την αρχή του συνδικαλιστικού κινήματος καταβλήθηκε προσπάθεια συντονισμού σε διεθνές επίπεδο με τη δημιουργία κατάλληλων οργανώσεων. Ωστόσο, μόνο κατά τις αρχές του αιώνα ιδρύθηκε μια Διεθνής Συνδικαλιστική Γραμματεία, σοσιαλιστικής έμπνευσης, καθώς και μια ανάλογη χριστιανική οργάνωση. Μετά το 1918 υπήρχαν, στο διεθνές επίπεδο, δύο οργανώσεις (εκτός από τη χριστιανική): η Διεθνής Συνδικαλιστική Ομοσπονδία και η Διεθνής των Ερυθρών Συνδικάτων (με έδρα τη Μόσχα). Το 1945 ιδρύθηκε η Διεθνής Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (FSM), που συγκέντρωνε όλα τα σ., εκτός από τα αυτόνομα και τα χριστιανικά. Όμως και στο διεθνή στίβο η συνδικαλιστική ενότητα υπήρξε βραχύχρονη και το 1949 προέκυψε από τη διάσπαση της FSM η Διεθνής Συνομοσπονδία των Ελεύθερων Συνδικάτων (CISL). Υπάρχουν, εξάλλου, οργανώσεις που περιορίζουν τη δράση τους σε ορισμένες περιοχές (π.χ. η Παναφρικανική). Οι εθνικές συνομοσπονδίες, ανάλογα με τις τάσεις ή κατευθύνσεις τους, συμμετέχουν στη FSM ή στη CISL Τα σ. διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στους κόλπους των σύγχρονων ευρωπαϊκών οργανώσεων.
Διαδήλωση εργατών στη Γερμανία.
Ο Φίλιπ Μάρεϊ, ηγέτης του συνδικάτου των Άγγλων μεταλλορύχων, στη διάρκεια απεργίας το 1940.
Πιστοποιητικό μέλους του συνδικάτου των Άγγλων αρχιτεκτόνων του έτους 1860.
Το συνδικάτο των σιδηροδρομικών αποφασίζει σε συγκέντρωση στο Μιλάνο την κήρυξη γενικής απεργίας (1905), σε χαλκογραφία της εποχής.
Διαδήλωση Άγγλων εργαζομένων το 1834 (εικόνα της εποχής), για να διεκδικήσουν για τα εργατικά συνδικάτα τη δυνατότητα να συνενωθούν όλα στη «Grand National Consolitated Trades Union».
Dictionary of Greek. 2013.